ελευθέρωμα

ελευθέρωμα
τό
1) см. ελευθέρωση; 2) роды

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ελευθέρωμα" в других словарях:

  • ελευθέρωμα — ελευθέρωμα, το και ελευθερωμός, ο και λευτέρωμα, το 1. απελευθέρωση, απολύτρωση, απαλλαγή. 2. (για έγκυα γυναίκα), ο τοκετός, η γέννα, η λευτεριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελευθέρωμα — και λευτέρωμα, το (ΑΜ ἐλευθέρωμα) απελευθέρωση, απολύτρωση νεοελλ. (για έγκυο γυναίκα) τοκετός …   Dictionary of Greek

  • ελευθέρωση — η το ελευθέρωμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελευθερωμός — ο βλ. ελευθέρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»